- παρασούσουμος
- -η, -οαυτός που έχει παραμορφωμένα τα χαρακτηριστικά τού προσώπου, τα σουσούμια, που έχει ελαττωματική διάπλαση τού προσώπου, δύσμορφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + σουσούμι «διακριτικό γνώρισμα, χαρακτηριστικό»].
Dictionary of Greek. 2013.